ΤΑ ΔΥΟ ΚΛΑΡΙΝΑ
Τάκης Λάππας
ΤΑ ΔΥΟ ΚΛΑΡΙΝΑ
Τώρα στην αρρώστια μου καμιά φορά οι φαρμακερές ώρες έρχονται στο κρεββάτι του πόνου και με παραστέκουν πρόσωπα και περιστατικά από πολύ παλιά χρόνια.
Ξέφρενη η φαντασία μου δεν μ’ εγκατέλειψε, όπως φίλοι και γνωστοί. Ας είναι καλά.
Μερικά από κείνα που έρχονται, όσο είναι βολετό, θα προσπαθήσω να γράψω.
Όλα είναι απ’ την πατρίδα μου, που ο νους μου κι όλο μου το είναι δεν ξεκολλάει από κει, ούτε για δευτερόλεπτα δεν ξεμακραίνει, όπως και το πιο μεγάλο έργο μου είναι αφιερωμένο σ’ αυτή. Ακολουθώντας πάντα του γερο-Ευρυπίδη τα σοφά λόγια σης «Φοίνισες»: «Η πατρίς έοικε φίλτατον βροτοίς».
Κάθε τόσο λοιπόν η σκέψη μου έρχεται και βάζει ένα «βίντεο» με λογής λογής προβολή, που καμιά φορά κρατάει και περισσότερο από μια μέρα. Έτυχε σήμερα να θυμηθεί τους κλαριτζήδες της πολιτείας μας.
Πρόκειται για τους δυο πιο καλούς. Τον Νικήτα και τον Καραγιάννη. Τους έζησα πολλά χρόνια μαζί, γιατί και γω κάποτε που υπήρξα νέος ήμουνα γλεντοκόπος.
Του Νικήτα το επίθετο ήταν Κωτσόπουλος, λίγοι όμως γνώριζαν το επίθετό του κι είχε απομείνει γνωστός με το μικρό του όνομα. Εγώ, εξόν απ’ τα γλέντια, έτυχε να συνδεθώ κάπως περισσότερο, γιατί ήμουνα συμμαθητής και φίλος με το γιο του Κώστα.
Ο Νικήτας γεννήθηκε σε κάποιο γύφτικο τσαντήρι στη Δομβραίνα στα 1880. Στην αρχή έπαιζε κι ο πατέρας του καραμούζα. Μόλις μεγάλωσε θέλησε να μάθει κλαρίνο. Ήταν από γεννησιμιού του ταλέντο. Είχε δασκάλους στο Βόλο τον Αμίτζη και τον Τζαμάλα. Ύστερα ήρθε κι έπαιζε επαγγελματικά κλαρίνο στην Πετρομαγούλα (Ορχομενός) και σύντομα εγκαταστάθηκε μόνιμα και πολιτογραφήθηκε πια στη Λειβαδιά.
Αυτά και μερικά άλλα μου τα διηγήθηκε ο ίδιος πίνοντας καφέ σε κάποιο καφενεδάκι στην Κρύα (Πηγές), τα γράφει όμως κι η Μαζαράκη στο βιβλίο της.
Γρήγορα επιβλήθηκε σαν οργανοπαίχτης κι ήταν πάντα με την «κομπανία» συντροφιά του Μέγα (βιολί) Ζήδρου, Μπουγαισά (λαούτο), Φλώρο (σαντούρι) κι άλλους. Είχε μερικούς κλαριτζήδες στην περιοχή, όπως το Γιάννη Κυριακάτη, Γιώργο Γιαούζο κλπ. Ο Νικήτας όμως ήταν πρώτος κλαρινοπαίχτης που παρουσιάστηκε στη Λειβαδιά κι ήταν απαράβγαλτος. Το κλαρίνο στα χέρια του θεϊκό δώρο. Το παίξιμό του είχε ξεχωριστό δικό του τρόπο, ένας βιρτουόζος, για να μεταχειριστώ ξένη μουσική λέξη. Η παθιασμένη μελωδία, που σκορπούσε το μαύρο αυτό ξύλο από το στόμα του, ήταν μοναδική.
Και τώρα κάμποσοι προσπαθούν να του μοιάσουν στο παίξιμό του, ανώφελα. Δεν μπορούν να τον φτάσουν. Πολλά τα κλαρίνα σήμερα στη χώρα μας, μα σαν αυτόν κανένα.
Μερικές φορές άναβε το κέφι. Το πρόσωπο του Νικήτα από τα διάφορα νομίσματα, δώρα που του είχαν κολλήσει οι γλετζέδες, είχε μεταβληθεί σε κουμπαρά. Ο μουσικός τότε έλυνε τα κομμάτια απ’ το κλαρίνο του κι απόμενε με το «μπουκίνι», την αρχή απ’ το όργανο. Έπαιζε μ’ αυτό για λίγο. Σταματούσε κι άρχιζε το τραγούδι του.
Η φωνή του σιγανή, μα γλυκιά και χαρακτηριστική.
Το συνηθισμένο τραγούδι του ήταν αυτό:
«Ποιος είδε τέτοιο θάμασμα,
παράξενο μεγάλο
να κουβεντιάζουν τα βουνά
με τις κοντοραχούλες
Η Λιάκουρα της Λειβαδιάς
κι η Γκιώνα των Σαλώνων».
Στην πολιτεία μας δεν γινόταν γλέντι χωρίς να λείπει το κλαρίνο του Νικήτα ή του Καραγιάννη.
Τα ξημερώματα η συντροφιά των γλετζέδων, με μπροστά τα όργανα, θα κάνανε την περασάδα μέσα στην αγορά. Τότε ο Νικήτας έδινε όλη του την τέχνη. Σταματούσαν τα άλλα όργανα κι αυτός ολομόναχος έπαιζε το εωθινό (διάνα).
«Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια, τώρα οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε:
«Ξύπνα, αφέντη μου, ξύπνα,
γλυκέ μου αφέντη ξύπνα αγκάλιασε
κορμί κυπαρισσένιο...».
Και τα παζαρίτικα μπαλκόνια και παράθυρα ανοίγανε διάπλατα ν’ ακούσουν και να χαρούν τη μελωδία, που άφηνε ο Νικήτας ν’ απλωθεί παντού, ως την ώρα που οι χαροκόποι θα κατασταλάζανε για καφέ στο καφενείο του Ραυτόπουλου ή του Σκοτίδα.
Μαζί με τα όργανα οι γλετζέδες θα λέγανε το:
«Ξύπνα, καημένη Αναστασία,
ν’ ανάψεις το λυχνάρι,
γιατί μας πήρε η χαραυγή,
το δόλιο μεσημέρι,
Πώς να σκωθώ, λεβέντη μου,
από την αγκαλιά σου,
μπερδεύτηκε η φούντα μου
μαζί με τα μαλλιά σου...».
Ο Νικήτας στην Κατοχή δέχτηκε δυνατό ψυχικό χτύπημα. Οι ξανθές ύαινες του Βορρά κρατούσαν όμηρο το γιο του Κώστα. Στις 8 του Γενάρη του 1944, στο δρόμο για τις Βρασιαμίτες, τον εκτελέσανε με άλλους πενήντα πατριώτες. Θεία βούληση όμως ήταν ν’ αστοχήσει το πολυβόλο και να φυτέψει στον Κώστα Κωτσόπουλο πέντε βόλια στα χέρια και στο πόδι. Σε λίγο τους νεκρούς σκέπασε το χιόνι. 0 Κώστας κατάφερε να γλιτώσει και να βγει ζωντανός από όλη αυτή την τραγωδία.
— Θέλω να γράψεις γι’ αυτό το περιστατικό, μου είπε ο Νικήτας, μόλις με είδε. Ο Κώστας γλύτωσε, μα εγώ εκείνη τη μέρα πέθανα. Θέλω να γράψεις, μην το ξεχάσεις. Το αξιώνω σαν παλιός φίλος.
Του το υποσχέθηκα. Έγραψα στο βιβλίο μου «Ματοβαμμένες δάφνες της Ρούμελης». Αργά όμως το 1982. Δεν πρόκανε να το δει ο Νικήτας Κωτσόπουλος, που είχε πεθάνει το 1947.
Το λάλο αηδόνι της Βοιωτίας είχε πάψει για πάντα να σκορπάει τις μελωδίες του.
Οι Λειβαδίτες, όσοι ευτύχησαν και προκάνανε ν’ ακούσουν το Νικήτα, δεν τον ξεχνάνε, αν και προσπαθούν να τους τον θυμίσουν μερικές φωνογραφικές πλάκες.
Και τώρα ο Καραγιάννης. Μ’ αυτόν έγινε το αντίθετο ότι με το Νικήτα. Γνωστός με το μικρό του όνομα. Στην περιοχή ολόκληρη γνώριμος με το επίθετό του Καραγιάννης και το μικρό του Κώστας λίγοι το ξέρανε.
Γεννήθηκε στο Μόδι (Λοκρίδας) στα 1887, έμενε όμως στο Δραχμάνι.
Ο πατέρας του Θανάσης έπαιζε επαγγελματικά καραμούζα. Το κύριο επάγγελμά του σιδηρουργός (γύφτος όπως στα αλήθεια ήταν).
Στον Καραγιάννη άρεσε πάντα το κλαρίνο και παρακολουθούσε καθημερινά κάποιο γαμπρό του, είκοσι χρόνια πιο μεγάλο, κλαρινοπαίχτη.
Αυτός του πρωτόδειξε το κλαρίνο, όταν ακόμα ήταν έξι χρονών. Το μικρό δεν τον ενδιέφερε το επάγγελμα του πατέρα του. Αδιάφορος στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε το μαστρο-Θανάση να σφυροκοπάει στο αμόνι και να πλάθει το καυτό σίδερο. Παιδάκι ακολουθούσε τον πατέρα του με την καραμούζα στις γιορτές και τα πανηγύρια παίζοντας μικρό νταούλι ή μικρή πίπιζα.
Για να διδαχτεί κλαρίνο, πήγαινε κοντά στους γύφτους. Την ίδια τη σειρά του. Γύρισε κάμποσο χωριά κι έφτασε ως το Βόλο. Βρήκε δασκάλους εδώ, τον Αμίτη και τον Τζαμάλα. Μάθαινε κλαρίνο, μα δεν άφηνε και το νταούλι. Γύρισε όλα τα χωριά της Κωπαΐδας.
Ήταν πια είκοσι χρόνων, όταν έπαιζε καλά κλαρίνο κι ήρθε στη Λειβαδιά. Στο παίξιμο δεν ήταν το ίδιο με ίο Νικήτα, μα αρκετά καλός και τούτος.
Στη Λειβαδιά τον κράτησε για πάντα ο Νικήτας. Τον έκανε και γαμπρό του. Του έδωσε την αδερφή του.
Πολλές φορές στην «κομπανία» έπαιρνε τη θέση του Νικήτα. Και τα κατάφερνε σχεδόν το ίδιο, γιατί ο Κωτσόπουλος του είχε δείξει πολλά τεχνικά στο κλαρίνο. Έγινε κι αυτός ένας «βιρτουόζος» στο όργανο. Μελωδικός και τούτος, μα πιο ηχηρός απ’ τον κουνιάδο του. Ακούραστος και τραγουδιστής.
Οι συντροφιές των γλετζέδων ποτέ δεν τους ξεχώριζαν. Το ίδιο είχαν και τους δύο.
Σαν πατέρας ο Κώστας Καραγιάννης πλήρωσε ακριβά τον πόλεμο. Με τη ζωή δύο παιδιών του. Του Μήτσου και του Θανάση.
Ο Μήτσος σαν στρατιώτης έπεσε στη μάχη της Κρήτης. Κι ο Θανάσης, που οι γύπες των Ναζί κρατούσαν όμηρο, τον ντουφέκισαν με τους πενήντα, το Γενάρη 1944 στο δρόμο για τις Βρασταμίτες.
Συγκλονίστηκε για κάμποσο χρόνο ο Καραγιάννης κι άργησε επαγγελματικά να ξαναπιάσει το όργανό του.
Από δω και κάτω θα μου επιτρέψετε να περιοριστώ σε προσωπικές αναμνήσεις με τον Κώστα.
Με φώναζε πάντα κουμπάρο. Πού χρωστούσα την κουμπαριά αυτή, ποτέ δεν μπόρεσα να ξεκαθαρίσω, ούτε και το αποζήτησα.
Σ’ όποιο γλένπ τύχαινε να βρεθώ, θα τραγουδούσε κάποιο τραγούδι που ακουγόιαν το επίθετό μου. Απ’ αυτόν το πρωτάκουσα και το έγραψα. Το έκανε για να με τιμήσει. Νάτο.
«Ο Ζήδρος κάνει τη χαρά, χαρά για τον υγιό του, το Λάππα δεν εκάλεσε, το μαύρο ψυχοπαίδι κι ο Λάππας πάει ακάλεστος με ζωντανό αλάφι στ’ ασήμι και στο μάλαμα και στο μαργαριτάρι. Στρώστε του Λάππα στον οντά, του Τρίτσα στην κρεββάτα».
Και κάτι ακόμα- φανερώνει τον άνθρωπο και το λαβωμένο πατέρα.
Απ’ την τακτική συνεργασία μου με το Ραδιόφωνο, τότε Ε.Ι.Ρ., έτυχε το 1950 να δίνω μια σειρά πρωτότυπες εκπομπές. Απαγγελία δημοτικών τραγουδιών με μουσική λαϊκή υπόκρούση. Σκηνοθέτης ο αξέχαστος φίλος Κώστας Κροντηράς, και πάντα με διαλεχτούς ηθοποιούς.
Έτυχε να συναντήσω στην Αθήνα τον Καραγιάννη. Του μίλησα για την εκπομπή και του πρότεινα, αν θα ήθελε, να παίξει στην υπόκρουση.
— Για σένα θάρθω, κουμπάρε.
Κι ήρθε στην εγγραφή που κάναμε στη μαγνητοταινία στο Ζάππειο, που στεγαζόταν τότε η Ραδιοφωνία.
— Το θέμα του δημοτικού που θα απαγγείλουμε είναι λίγο θλιβερό, του λέει ο Κροντηράς.
— Τότε θα παίξω το μοιρολόι που έχω κάνει για τα δύο αδικοχαμένα παλληκάρια μου! Το Μήτσο και το Θανάση.
Κι άρχισε. Με υπόκρουση το όργανό του ν’ απαγγέλλουν η Ίλια Λιβυκού, ο Θάνος Κωτσόπουλος, ο Στέλιος Βόκοβιτς, ο Γιάννης Αποστολίδης.
Όσοι ήταν στην αίθουσα εγγραφής σάστισαν. Τι ήταν αυτό! Μια παράξενη ουράνια αρμονία που ποτέ άλλοτε δεν είχε ακουστεί από λαϊκό όργανο. Όλοι τους είχαν κρεμαστεί στους σκοπούς που σκορπούσε το κλαρίνο. Στ’ αλήθεια, με το μοιρολόγι του έκλαιγε! Δεν ήταν μυσταγωγία! Ήταν υπερκόσμια μουσική. Δεκάδες μοιρολογίστρες που είχαν σμίξει τον πόνο τους κι όλες μαζί κλαίγανε. Μια ανατριχιαστική μελωδία.
Οι ηθοποιοί τελείωναν την απαγγελία τους, μα το κλαρίνο ξακολουθούσε τον πονεμένο σκοπό του. Κανείς δεν αποτολμούσε να τον σταματήσει. Να του πούνε δύο λόγια. Για πρώτη φορά έγινε αυτό. Μονάχος του σταμάτησε ο κλαριτζής.
Στα γρήγορα ο Καραγιάννης γύρισε το πρόσωπό του κρυφά, να μην τον δουν οι άλλοι. Με το αντίστροφο του χεριού σκούπισε δυο δάκρυα, που είχαν κυλήσει στα μάγουλά του.
Στ’ αλήθεια, ο πατέρας μοιρολόγησε με το όργανο τα δύο παιδιά του.
Συγκλονισμένοι όλοι απ’ σκηνή αυτή, δεν τόλμησαν να τον ζυγώσουν και να του πούνε μια λέξη συμπόνοιας ή θαυμασμού! Αμίλητοι πονούσαν τον πατέρα, μα και θαυμάζανε τον καλλιτέχνη.
— Θα θέλατε, κύριε Καραγιάννη, να συνεργαστούμε σπς υπόλοιπες εκπομπές; του πρότεινε ο Κροντηράς.
Αυτός αμίλητος, έκανε όχι με το κεφάλι.
Κάποια υπάλληλος τον σταμάτησε ρτην έξοδο λέγοντάς του.
— Υπογράψτε στο βιβλίο παρουσίας, για να βγει το ένταλμα και να πληρωθείτε.
Της απάντησε:
— Δεν ήρθα να παίξω για λεφτά. Επαιξα για χάρη του κουμπάρου μου!...
Ο άνθρωπος κι ο καλλιτέχνης.
Αυτή είναι η σκιαγραφία του άξιου κλαριτζή Κώστα Καραγιάννη, που έφυγε στα εξήντα του χρόνια (1957) και δεν ξανακούστηκε το αξιόλογο όργανό του.
Έτσι μέσα σε δέκα χρόνια (1947 και 1957) σιγήσανε στην περιοχή μας τα δύο μελωδικά κλαρίνα της χώρας μας.
"ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ" ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΟΜΩΝΥΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΛΕΒΑΔΕΩΝ - ΑΘΗΝΑ - ΕΤΟΣ 14ο - αρ. φυλλου 80 (3/02) ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2002

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου